καταγοράσαι

καταγοράσαι
καταγορά̱σᾱͅ , καταγοράζω
buy up
fut part act fem dat sg (doric)
καταγορά̱σᾱͅ , καταγοράζω
buy up
fut part act fem dat sg (doric)
καταγοράζω
buy up
aor inf act
καταγοράσαῑ , καταγοράζω
buy up
aor opt act 3rd sg
καταγοράζω
buy up
aor inf act
καταγοράσαῑ , καταγοράζω
buy up
aor opt act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταγοράζω — (Α) αγοράζω κάτι χονδρικά («δέον δ αὐτὸν καταγοράσαι φορτία Ἀθήνηθεν μνῶν ἑκατὸν καὶ δέκα καὶ πέντε») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”